-
1 καταμάρπτω
A catch, ; esp. catch, overtake one running away, , cf. 16.598, Pi.N.3.35;κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ.. ἵππους ἔμαρψεν Id.O.6.14
;ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390
;ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207
; κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας' Pi.I.4(3).35;κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε IG14.1389i17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμάρπτω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский